- ἀπατᾶις
- ἀπατᾷς , ἀπατάωcheatpres subj act 2nd sgἀπατᾷς , ἀπατάωcheatpres ind act 2nd sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀπάταις — ἀπάτη trick fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Агапа — У этого термина существуют и другие значения, см. Агапа (значения). Агапа. Фреска из катакомб св. Присциллы Агапа, в I V веках н. э. вечернее собрание христиан для молитвы и вкушения пи … Википедия
παρηγοναίς — Α (κατά τον Ησύχ.) «παραγώγως, ἀπάταις» … Dictionary of Greek
προσυπάγομαι — Α προσελκύω κάποιον με ύπουλο τρόπο, παραπλανώ κάποιον («προσυπάγονται δὲ πολλαῑς λόγων ἀπάταις καὶ τοὺς Ἰσαυρίους», Ευάγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ* + ὑπάγω «ελκύω με πανουργία, εξαπατώ, αποπλανώ»] … Dictionary of Greek
συνδιαβαπτίζω — Α 1. διαβρέχω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. (κυρίως το μέσ.) συνδιαβαπτίζομαι α) βαπτίζομαι σε υγρό μαζί με άλλον β) μτφ. βουτώ στην κακία ή στην αμαρτία («καὶ τοὺς μὴ συνδιαβαπτιζομένους ἔτι ταῑς ἀνθρωπίναις ἀπάταις», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν … Dictionary of Greek
АГАПА — [греч. ἀγάπη любовь], в христ. общинах I V вв. особая совместная трапеза «вечеря любви», имевшая благотворительные цели и первоначально включавшая совершение Евхаристии. Название «А.» по отношению к трапезе впервые встречается в Послании ап. Иуды … Православная энциклопедия